προσφέρεις

προσφέρεις
προσφέρω
bring to
pres ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προσφερεῖς — προσφερής similar masc/fem acc pl προσφερής similar masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αξίζω — [άξιος] Ι. 1. έχω χρηματική αξία, στοιχίζω, κοστίζω 2. (για πράγματα ή πνευματικές δημιουργίες) είμαι καλός στο είδος μου, συγκεντρώνω πλεονεκτήματα 3. (για πρόσωπα) α) είμαι ηθικά και πνευματικά ανώτερος, συγκεντρώνω αρετές β) είμαι ικανός, έχω… …   Dictionary of Greek

  • διψώ — ( άω) (AM διψῶ, άω Α και διψέω και διψήω) 1. αισθάνομαι δίψα 2. (για έδαφος) έχω ανάγκη αρδεύσεως, είμαι κατάξερος 3. επιθυμώ, ποθώ («διψασμένος για έρωτα», «οἱ διψῶντες τὴν δικαιοσύνην») νεοελλ. παροιμ. «άμα η αυλή σου διψάει για νερό μην τό… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • ασύμφορος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε συμφέρει, ανώφελος: Η τιμή που τα προσφέρεις μου είναι ασύμφορη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”